Σε μια γραφική γειτονιά ενός μικρού χωριού της Μικράς Ασίας, ζούσε μια κοπέλα ονόματι Ελένη. Το 1922, μια μέρα όπως τις άλλες, το σπίτι της καταστράφηκε από τους Τούρκους στον πόλεμο. Φόβος, κλάματα και ουρλιαχτά ακούγονταν εκείνη την ώρα που τυλίγονταν στις φλόγες η εστία της και η υπόλοιπη περιοχή. Η ίδια σώθηκε από θαύμα και με τη βοήθεια του Θεού βρήκε ένα καταφύγιο όπου κρύφτηκε για αρκετές μέρες. Τότε απελπισμένη και ακολουθώντας άλλους συμπατριώτες της πήρε την απόφαση να φύγει από το χωριό της, από την όμορφη Καππαδοκία και να ταξιδέψει με πλοίο για την Ελλάδα. Μετά από ένα πολυήμερο και κοπιαστικό ταξίδι μέσα σε άθλιες συνθήκες, εξαντλημένη και γεμάτη απόγνωση έφτασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εδώ την περίμενε μια νέα πραγματικότητα.
Η Ελένη βρέθηκε χωρίς να το θέλει σε μια νέα χώρα, σε μια νέα πόλη, φιλοξενούμενη σε έναν άθλιο προσφυγικό συνοικισμό όπου τα πάντα ήταν ξένα και διαφορετικά. Κάθε βήμα της ήταν γεμάτο αβεβαιότητα και φόβο, καθώς η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από την ανησυχία. Η ζωή της είχε αλλάξει δραματικά, και οι μνήμες από την πατρίδα της και την οικογένειά της την κατέκλυζαν συχνά γεμίζοντας τα μάτια της με δάκρυα.
Περπατώντας στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, οι εικόνες από τις αγαπημένες της στιγμές την ακολουθούσαν. Οι φωνές των αγαπημένων της προσώπων, των φίλων της, τα γέλια και οι συζητήσεις τους της έλειπαν αφόρητα. Κάθε γωνιά της πόλης της θύμιζε τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει, και η νοσταλγία την τύλιγε σαν μια ζεστή κουβέρτα, αλλά ταυτόχρονα την πίεζε σαν ένα βαρύ φορτίο στην καρδιά της.
Παρά την απουσία της πατρίδας και την τρομερή έλλειψη των δικών της ανθρώπων, η Ελένη ήταν αποφασισμένη να βρει τη θέση της σε αυτή τη νέα πόλη. Ήξερε ότι έπρεπε να προχωρήσει και να δημιουργήσει μια νέα ζωή γεμάτη ελπίδα και όνειρα. Με κάθε νέο άνθρωπο που γνώριζε και κάθε νέα εμπειρία που ζούσε, η καρδιά της άρχισε να γεμίζει ξανά με φως και προσμονή και η αίσθηση της μοναξιάς είχε αρχίσει να υποχωρεί.
Μια μέρα, καθώς περπατούσε μια χαμογελαστή κοπέλα την πλησίασε. Ήταν η Μαρία, μια ντόπια κοπέλα που έμενε κοντά στον προσφυγικό συνοικισμό και την πετύχαινε συχνά στον δρόμο. Η νεαρή ήταν πολύ φιλική και καλοσυνάτη και έτσι έπιασε κουβέντα με την Ελένη. Η Ελένη, αν και αρχικά επιφυλακτική, αποφάσισε να ανοιχτεί, να της μιλήσει, να της εξομολογηθεί την ιστορία της. Οι δυο τους σύντομα έγιναν αχώριστες. Η Μαρία τη βοήθησε να βρει δουλειά, ένα φθηνό δωμάτιο για να μένει, της έμαθε τα κατατόπια και την βοήθησε να ανακαλύψει την πόλη.
Καθώς περνούσε ο καιρός, η Ελένη άρχισε να συμμετέχει σε διάφορες δραστηριότητες της γειτονιάς. Έμαθε να χορεύει παραδοσιακούς χορούς και να μαγειρεύει ντόπια φαγητά. Η καρδιά της γέμισε με ελπίδα και χαρά, καθώς άρχισε να νιώθει ότι ανήκει σε αυτόν τον τόπο.
Μια μέρα, η Ελένη αποφάσισε να οργανώσει μια εκδήλωση για να γιορτάσουν όλοι μαζί τις παραδόσεις τους. Κάλεσε τους γείτονες και τους φίλους της, και όλοι συγκεντρώθηκαν στην αυλή της. Η βραδιά ήταν μαγευτική, γεμάτη μουσική, χορό και γέλια. Η Ελένη, βλέποντας την ευτυχία στα πρόσωπα των ανθρώπων, συνειδητοποίησε ότι είχε βρει τη νέα της οικογένεια.
Αυτή η εμπειρία της έδειξε ότι, παρόλο που οι ρίζες της ήταν από μια άλλη γη, μπορεί να δημιουργήσει νέες αναμνήσεις και να χτίσει μια νέα ζωή γεμάτη αγάπη και φιλία. Η Ελένη έμαθε ότι η αληθινή πατρίδα είναι εκεί όπου βρίσκεις ανθρώπους που σε αποδέχονται και σε αγαπούν.
Εικόνες προσφυγιάς
Σημείωση: Το αφήγημά μου αυτό είναι αφιερωμένο σε όλα τα κορίτσια που εκπατρίστηκαν και εκπατρίζονται με τη βία από τις εστίες τους, που βρίσκουν τη δύναμη να επιβιώσουν και να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από την αρχή σε νέες πατρίδες.
Χριστοδούλου Κορίνα
Βαθμολογία άρθρου
5 / 5. Αριθμός: 4